- διαμπερής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που είναι ανοιχτός σε δύο διαμετρικά αντίθετες πλευρές: Διαμπερές διαμέρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαμπερής — piercing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμπερής — ές (AM διαμπερής, ές) (για τραύματα) πέρα ώς πέρα, από τη μια πλευρά ή άκρη στην άλλη αρχ. 1. (για πόνο) δριμύς, διαπεραστικός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) βλ. διαμπερές … Dictionary of Greek
διαμπερῆ — διαμπερής piercing neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διαμπερής piercing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διαμπερής piercing masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμπερεῖ — διαμπερής piercing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) διαμπερής piercing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμπερεῖς — διαμπερής piercing masc/fem acc pl διαμπερής piercing masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμπερέσιν — διαμπερής piercing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμπερέως — διαμπερής piercing adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμπερές — through and through indeclform (adverb) διαμπερής piercing masc/fem voc sg διαμπερής piercing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδίαιος — ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῑος) νεοελλ. πληθ. οι ευδίαιοι α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές αρχ. 1. διαμπερής οπή… … Dictionary of Greek